- εξομαλιστικός
- -ή, -ό [εξομάλιση]εξομαλυντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξομαλιστικός — ή, ό εξομαλυντικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξομαλυντικός — ή, ό 1. που εξομαλύνει, εξομαλιστικός, ισοπεδωτικός 2. μτφ., ρυθμιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)